- αἱματικῶν
- αἱματικόςof the bloodfem gen plαἱματικόςof the bloodmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτεϊνόλυμα — το, Ν (βιοχ. ιατρ.) μίγμα αμινοξέων και ολιγοπεπτιδίων που λαμβάνεται με ενζυματική υδρόλυση διαφόρων πρωτεϊνών, όπως μυϊκών, αιματικών, γαλακτικών κ.ά … Dictionary of Greek